Η σχολή Bauhaus ιδρύθηκε το 1919 στη Γερμανία από τον Walter Gropius. Ο Gropius ήταν ο βασικότερος παράγοντας του ιδρύματος σε όλα τα επίπεδα. Η σχολή είχε δομηθεί πάνω στο όραμα του και βρισκόταν πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα και πνεύμα του, η πορεία της δρομολογήθηκε σαφώς από τον ίδιο. Η σχολή αυτή που λειτούργησε από 1919 έως το 1933, ήταν μία σχολή με καθαρά καλλιτεχνικό προσανατολισμό αλλά παράλληλα πολύ ανοιχτή. Η σχολή βρισκόταν σε ανοιχτό διάλογο με την εποχή της και απασχολείτο με κάθε είδος σύγχρονου προβληματισμού αρκεί αυτός να ήταν δημιουργικός. Η βασική αρχή της σχολής, ήταν το ανοιχτό πνεύμα στις νέες προκλήσεις της εποχής και οι προσέγγιση τους από πρακτικής άποψης παρά θεωρητικής. Το πρόγραμμα της σχολής προσαρμοζόταν διαρκώς στις ανάγκες που προέκυπταν με βάση τις παραπάνω προτεραιότητες διατηρώντας πάντα το βασικό σκελετό ο οποίος αποτελούσε την θεμελιώδη ιδέα και τον λόγο ύπαρξης της σχολής.
Ο Gropius ανέθεσε σε ζωγράφους το ρόλο των καθηγητών γιατί πίστευε ότι η ζωγραφική ήταν η τέχνη που είχε πρωτοστατήσει από τις αρχές του αιώνα και ήταν αυτή που είχε διαμορφώσει μια νέα αισθητική. Αυτό, ήθελε να βάλει και σαν βάση για τις αρχές του μελλοντικού αρχιτεκτονικού σχεδίου. Επιστρατεύτηκαν αντιπρόσωποι της αφηρημένης και της κυβιστικής ζωγραφικής, γιατί σε αυτές έβρισκε ένα είδος κονστρουκτιβισμού, ένα είδος δόμησης και αποδόμησης της εικόνας το οποίο θεωρούσε απαραίτητο για τη δημιουργία μίας νέας προσέγγισης της αρχιτεκτονικής (Wassily Kadinsky, Paul Klee, Oskar Schlemmer, Laszlo Moholy - Nagy).
Στη σχολή Bauhaus αντί να ακολουθήσουν αυτό που γινόταν στις κλασσικές ακαδημίες, όπου οι καθηγητές περνούσαν το προσωπικό τους στυλ, την τεχνική και την εμπειρία τους στους μαθητές, η εκπαίδευση επικεντρωνόταν αυστηρά στις αντικειμενικές βασικές αρχές της φόρμας, του χρώματος και των στοιχείων καθώς και των κανόνων που τα διέπουν. Η θεωρία πάνω στην οποία βασίστηκε και η όλη εκπαιδευτική δομή της σχολής είναι ότι ο τελικός στόχος όλων των οπτικών τεχνών είναι ένα ολοκληρωμένο κτίσμα. Η πρωτογενής λειτουργία των οπτικών τεχνών, ήταν η διακόσμηση των κτισμάτων και ήταν κομμάτι αναπόσπαστο της δημιουργίας τους (των κτισμάτων).
Σκοπός της λογικής του Bauhaus ήταν η συνειδητή συνεργασία των επιμέρους και αυτόνομών, πλέον, οπτικών τεχνών και δημιουργών. Αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, γλύπτες, έπρεπε να συνειδητοποιήσουν εξ αρχής τον σύνθετο χαρακτήρα του κτίσματος σαν μία ολότητα. Μόνο τότε θα κατάφερναν να εμποτίσουν το έργο τους με το αρχιτεκτονικό πνεύμα το οποίο είχε χάσει έχοντας μετατραπεί σε 'τέχνη του σαλονιού'. Η λύση που πρότεινε το Bauhaus ήταν να επιστρέψουν στην έννοια των εργαστηρίων και των τεχνιτών. Έτσι ώστε ζωγράφοι, σχεδιαστές, τεχνίτες, γλύπτες να κατασκευάζουν σε συνεργασία προσφέροντας ο καθ' ένας τις γνώσεις και τη τέχνη του. Οι νέοι που θα είχαν ροπή προς δημιουργικότητα θα ξεκινούσαν τη πορεία τους μαθαίνοντας να συναλλάσσονται, δεν θα βίωναν μη παραγωγικά στάδια, όπως συχνά οι 'καλλιτέχνες', όπου κατά περιόδους έχουν την ατυχία να εξασκούν την τέχνη τους ημιτελώς, χωρίς δηλαδή να βρίσκεται το έργο τους σε διάλογο. Η συναλλαγή θα τους παρείχε λύσεις ως προς το πού και πώς θα διοχέτευαν το ταλέντο και τη δημιουργικότητα τους.
Το Bauhaus ξεκίνησε με συγκεκριμένο αντικείμενο την συνειδητοποίηση και κατανόηση μίας νέας και σύγχρονης προσέγγισης της αρχιτεκτονικής τέχνης. Έχοντας επικεντρωθεί πάνω σε λύσεις που θα απέτρεπαν την υποδούλωση του ανθρώπου από τη μηχανή, δρομολογήθηκε η έρευνα και κατεύθυνση της σχολής προς την αναβάθμιση του προϊόντος μαζικής παραγωγής και της οικίας ολόκληρης προσπαθώντας να επαναφέρουν τη λειτουργικότητα, τη χρηστικότητα και την απλότητα τους. Το αντικείμενο τους ήταν να εξελίξουν προϊόντα και κτίσματα ειδικά σχεδιασμένα για βιομηχανική παραγωγή. Θελαν να ελαχιστοποιήσουν τα μειονεκτήματα της μηχανής χωρίς να θυσιάσουν τα αληθινά της προτερήματα και αυτό απαιτούσε πολύ πειραματισμό. Βασική αρχή ήταν πως το σχέδιο (design), δεν αποτελούσε ούτε διανοητική ούτε υλιστική υπόθεση αλλά ένα βασικό κομμάτι της ζωής στα πλαίσια μιας 'πολιτισμένης' κοινωνίας.
Φιλοδοξία τους ήταν να επαναφέρουν τον καλλιτέχνη από τον κόσμο της φαντασίας του και να τον επανεντάξουν στην καθημερινή πραγματικότητα, τους ρυθμούς και τις ανάγκες της ρεαλιστικής ζωής και παράλληλα να διευρύνουν και να εξανθρωπίσουν τον στυγνό, σχεδόν αποκλειστικά υλιστικά σκεπτόμενο επιχειρηματία. Η πεποίθηση τους για την επανένωση και ομαδοποίηση όλων των ειδών σχεδίου(design), ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με την λογική του 'Τέχνη για τη Τέχνη' και αντίστοιχα του άλλου άκρου, δηλαδή της φιλοσοφίας εμπορευματοποίησης των πάντων. Εξηγείται έτσι η επικέντρωση του Bauhaus στο σχεδιασμό τεχνικών προϊόντων και την τεχνική διαδικασία κατασκευής τους, που από πολλούς έχει παρεξηγηθεί. Η τυποποίηση πρακτικών μηχανισμών της ζωής δεν συνεπάγεται την εξατομικευμένη μηχανική υποδούλωση, αντιθέτως απαλλάσσοντας το άτομο από ό,τι περιττό, του εξασφαλίζει την ελευθερία να εξελιχθεί σε άλλα επίπεδα.
Μετά από έναν αιώνα όπου τα μηχανικά κατασκευασμένα προϊόντα υπερτερούσαν, αφήνοντας τους τεχνίτες και τους καλλιτέχνες μετέωρους, υπήρξε μια φυσική αντίδραση κατά της εγκατάλειψης της φόρμας και του υποβιβασμού της ποιότητας. Η Τέχνη και η Παραγωγή μπορούσαν να επανενωθούν μόνο με το να αποδεχτούν τη μηχανή και να την υποτάξουν στον ανθρώπινο νου. Η διαφορά μεταξύ της βιομηχανίας και του χειροποίητου δεν βρισκόταν στον τρόπο και τα μέσα κατασκευής τους, αλλά στον τμηματικό διαχωρισμό της εργασίας στη βιομηχανική παραγωγή και τον σφαιρικό έλεγχο που συγκέντρωνε ο ένας που έφερνε σε πέρας την όλη εργασία (χειροποίητα). Ο περιορισμός των πρωτοβουλιών του ατόμου ήταν αυτό που κατά το Bauhaus απειλούσε τον πολιτισμό. Η βιομηχανία είχε παρακάμψει την δύναμη και σημασία της προσωπικής προσπάθειας. Αυτή θέλησε να αξιοποιήσει και να επαναφέρει η σχολή του Bauhaus.
Κάτω από έντονες πολιτικές πιέσεις, η σχολή του Ντεσάου έπαψε να λειτουργεί το 1932. Λειτούργησε εκ νέου στο Βερολίνο, με πρωτοβουλία του βαν ντερ Ρόε, μέχρι το καλοκαίρι του 1933, αυτή τη φορά ως ιδιωτικό «Ανεξάρτητο Εκπαιδευτικό και Ερευνητικό Ινστιτούτο». Η σχολή του Βερολίνου είχε διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών, διάρκειας επτά εξαμήνων, που αποσκοπούσε στην εκπαίδευση των σπουδαστών πάνω σε κάθε τομέα της αρχιτεκτονικής. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ το 1933, σημειώθηκε η οριστική παύση λειτουργίας της σχολής Μπαουχάους. Το Ναζιστικό κόμμα είχε αντιταχθεί στο Bauhaus σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20, καθώς το εκλάμβανε ως ένα μέτωπο κομμουνιστών, ειδικά επειδή πολλοί Ρώσοι καλλιτέχνες αναμίχθηκαν με αυτό. Ο Υπουργός Εσωτερικών και Εκπαίδευσης, Βίλχελμ Φρικ, υπήρξε ο πρώτος που κινήθηκε κατά των ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης, που από το 1934 χαρακτηρίζονταν από το ναζιστικό καθεστώς ως «μη γερμανικά».
Η καλλιτεχνική σχολή Bauhaus
4/
5
Oleh
ΔΗΜΗΤΡΗΣ